καμπύλλω

καμπύλλω
καμπ-ύλλω, [dialect] Ion. for κάμπτω,
A bend, crook, Hp.Art.60 ([voice] Pass.):—[voice] Med., ib.46:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμπύλλω — (Α) [καμπύλος] ιων. τ. κάμπτω*, λυγίζω, κυρτώνω, κάνω κάτι καμπύλο …   Dictionary of Greek

  • καμπυλιάζω — (Α) [καμπύλος] καμπύλλω* …   Dictionary of Greek

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

  • μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”